Τζιτζίκια: Τι ξέρετε εσείς από Αύγουστο; (της Νίνας Γεωργιάδου)
Τζιτζίκια: Τι ξέρετε εσείς από Αύγουστο;
Εντάξει τα σύκα, ο τρύγος, ο μεθυστικός μούστος, η πηχτή
μουσταλευριά, τα γλυκά καρπούζια, οι παχιές μύγες, οι χοντροί ασημόραχοι
κολιοί, οι αυγωμένοι σκάροι, τα πανηγύρια της Παναγιάς και τα δυο
φεγγάρια!
Τίποτα όμως δεν ξεπερνά το πλήθος και την ευδαιμονία των τζιτζικιών τον Αύγουστο.
Ζούνε κάτω από τις ρίζες των δέντρων, δεκαεφτά χρόνια και μια ζεστή νύχτα ο εγκλεισμός κι η μοναξιά τελειώνουν.
Εκατομμύρια
μικροί κρατήρες ανοίγουν στο χώμα, σκαμμένοι από τα λιλιπούτεια πόδια
των τζιτζικιών. Αθέατοι, την ώρα που, ευτυχώς, τα δόντια των αρότρων
ξεκουράζονται στις αυλές των αγροτόσπιτων, οι άνθρωποι βλέπουν όνειρα
και τα φίδια είναι ζαλισμένα απ’ το μακρύ χειμωνιάτικο ύπνο
Τότε ανεβαίνουν στη γη των ζεστών τόπων, δισεκατομμύρια
τζιτζίκια, cicale, cicadas, cigales, cigarras σε καραβάνια. Για πρώτη
φορά στη δεκαεφτάχρονη σκοτεινή ζωή τους, συναντιούνται με τη ράτσα
τους. Περπατούν σα μεθυσμένα από την πολύχρονη μοναχική κλεισούρα κι
αρχίζουν να σκαρφαλώνουν στα δέντρα. Στέκονται …στο ύψος των
περιστάσεων, αρχίζουν να σφίγγονται, κι από τη ράχη τους γεννιούνται δυο
ζευγάρια διάφανα φτερά. Από το σφίξιμο της γέννας των φτερών και τη
λαχτάρα να χορτάσουν φως, τα πορτοκαλιά μάτια των τζιτζικιών, φουσκώνουν
κι άλλο, σαν τους καρπούς του πυράκανθου.
Κάθονται λίγες μέρες να
ξαποστάσουν από το σκάψιμο των κρατήρων, τη γέννα των φτερών και το
μεθύσι του φωτός και μετά, τα αρσενικά αρχίζουν το κάλεσμα του έρωτα.
Ο
συγχρονισμένος ήχος των φτερών τους είναι από τους πιο δυνατούς ήχους
της φύσης, μετά τον κεραυνό, τη βροντή, την έκρηξη ηφαιστείου, το
μούγκρισμα του αέρα και των παφλασμό των κυμάτων.
Είναι όμως ο πιο
δυνατός ήχος του έρωτα. Σμίγουν, με πάθος μετά από 17 χρόνια μοναξιάς
και λίγο πριν το τέλος του βίου τους. Η κυρά τζιτζικομάνα γεννά
εκατοντάδες αυγά, πέφτουν στο χώμα σα βροχή απ’ τα κλαδιά των δέντρων
και ξεκινούν τη δική τους υπόγεια Οδύσσεια, ως να έρθει πάλι, μετά από
δεκαεφτά χρόνια, ένας ζεστός Αύγουστος.
Πού να ξέρει κι αυτός ο Αίσωπος όταν μιλούσε για ράθυμους τροβαδούρους, πως αδικεί τον πιο δυνατό ήχο του έρωτα.!